6.8.10

Αναδημοσίευση από τη φίλη μας sxediaΦωτογραφία

Ινδιάνος Κέτσουα σε στιγμές χαλάρωσης

Μερικές φορές οι φίλοι των φίλων μας είναι φίλοι μας. Κι άλλες φορές, όχι. Ο/η Π. που είναι φίλος/η της φίλης μας της σχεδίας στα ανοιχτά της Αίγινας δεν ξέρουμε αν μας θέλει για φίλους, εμείς παντως θέλουμε και αναδημοσιεύουμε το κείμενο του/της.
Κάτι που μου άρεσε από το μουντιάλ ήταν οι αντιδράσεις της εξέδρας όταν τους «τραβούσε» η κάμερα. Έβλεπαν τον εαυτό τους στη γιγαντοοθόνη του γηπέδου και ταυτόχρονα ήξεραν ότι τους βλέπουν εκατομμύρια άνθρωποι στις τηλεοράσεις. Έδειχναν με το δάχτυλο, ξεχνούσαν γέλια και λύπες και χαιρετούσαν λες και δεν είχαν ξαναδεί κάμερα. Αυτά για τις εξέδρες γιατί όταν η κάμερα πήγαινε στους επισήμους, που έχουν χορτάσει παγκόσμια δημοσιότητα, έδειχναν άνετοι και ότι δε νοιάζονται. Ο Μικ Τζάκερ έπαιζε με το κινητό του, η Σαρλίζ Θερόν άφησε να της ξεφύγει ένα ειρωνικό μειδίαμα, η Μέρκελ κουβέντιαζε κάτι σοβαρό, η βασίλισσα Σοφία αμίλητη και πάει λέγοντας.

Με το πώς κοιτάει κάποιος τον φακό μπορούμε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα για το «έκθεμα και την εποχή του».
Όταν δεν έχεις ξαναδεί φωτογραφική μηχανή τη κοιτάς στα μάτια τρομαγμένος. Οι παλιές φωτογραφίες φαίνονται ως τέτοιες γιατί με το που έστηνε το τρίποδο ο φωτογράφος σταματούσε όλη η πόλη ή το χωρίο για να δει «τι ναι τούτο;». Ως και τη δεκαετία του 50 στις ελληνικές ταινίες μπορεί ο πρωταγωνιστής να δείχνει άνετος και φυσικός περπατώντας στην Ομόνοια αλλά όλη η πλατεία έχει σταματήσει και τον βλέπει- τον καρφώνει.

Το 1907 ψηφίστηκε στο Αμέρικα ο νόμος που απαγόρευε την είσοδο σε αναρχικούς. Οι αρχές, επειδή βέβαια κανένας δεν έλεγε ότι είναι, σκαρφίστηκαν ένα κόλπο για να τους ανακαλύπτουν. Πριν φύγουν οι μετανάστες από το Έλις Άιλαντ τους έλεγαν ότι θα τους φωτογραφήσουν για να δουν αν είναι σε λίστες ανεπιθύμητων.

Όλοι οι μετανάστες κοιτούσαν σαστισμένοι το φακό (οι περισσότεροι δεν είχαν ξαναδεί) εκτός από κάποιους που χαμήλωναν το βλέμμα, κατέβαζαν τη τραγιάσκα ως τα μάτια, έβαζαν το χέρι μπροστά κτλ. Η αστυνομία βέβαια δεν είχε αρχεία και κομπιούτερ τότε αλλά με αυτό το κόλπο καταλάβαιναν ότι αυτοί κάτι κρύβουν- τους έχουν φωτογραφήσει στις χώρες τους και δακτυλοσκοπήσει.

Σήμερα που όλοι έχουμε φωτογραφικές μηχανές και κάμερες, η επιτυχημένη φωτογραφία – που κρατάμε – είναι αυτή που δεν «δείχνει στημένη».
Κοιτάμε τον φακό τρομαγμένοι και αγέλαστοι μόνο στη ταυτότητα ή στο διαβατήριο (ή μετά από σύλληψη).
Η άνεση μπροστά στο φακό, τα πιστεύω μας, τα ταξίδια μας, η οικονομική μας άνεση, η νομιμότητά μας όλα αυτά δεν κρύβονται στο φακό.
Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις.
Τι γίνεται όμως αν αντιστρέψουμε το ρητό;

Χίλιες λέξεις για μια φωτογραφία!
Το 1980 αρχίζει στο Περού το αντάρτικο από το «Φωτεινό Μονοπάτι». Μέσα σε λίγα χρόνια όλες οι μεγάλες πόλεις έχουν περικυκλωθεί από τους αντάρτες και στην ενδοχώρα ισχύει ο «νόμος του δυνατότερου».

Στα χωριά στη ζούγκλα και στα βουνά γίνεται χαμός. Ο στρατός, ακροδεξιοί παρακρατικοί, αντάρτες, βαρόνοι της κόκας, ληστρικές συμμορίες, αντίπαλες φυλές ινδιάνων και προσωπικές διαφορές μεταξύ οικογενειών έχουν βυθίσει τη χώρα στο αίμα. Όσοι δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας. Και όλοι κατηγορούν τους άλλους για το ξέσπασμα της βίας.
Το Δεκέμβρη του 1983 όλοι συμφωνούν να μην πειράξουν και να μην εμποδίσουν μια ανεξάρτητη επιτροπή εννέα έγκριτων δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ που με μοναδικό όπλο τις φωτογραφικές τους μηχανές θα γυρίσουν την ενδοχώρα για να δουν ποιος φταίει.
Δεν θα γυρίσει κανένας τους. Θα εξαφανιστούν. Όλοι κατηγορούν τους άλλους και όλοι ορκίζονται ότι δεν πείραξαν κανέναν.

Μετά από λίγους μήνες ένας λόχος που κυνηγάει αντάρτες θα φτάσει σε ένα απομονωμένο χωριό των ινδιάνων Κέτσουα στα 4000 μέτρα. Το πρώτο πράγμα που θα τους ρωτήσουν (περήφανα) οι χωρικοί είναι αν έχουν σφαίρες να τους πουλήσουν που να ταιριάζουν σε κάτι περίεργα υπερσύγχρονα όπλα που μπορούν και στοχεύουν μακριά αλλά δεν σκοτώνουν. Τα ονόματα των όπλων είναι εξίσου περίεργα: Canon, Nikon, Sony, Leica, Kodak κτλ.
Όλα τα φιλμ καταστράφηκαν από τη προσπάθεια να βάλουν πχ δεσμίδα από καλάσνικωφ σε κάθε κάμερα.
Μια κασέτα από κάμερα σώθηκε από τύχη και βρίσκεται στα αρχεία της αντιτρομοκρατικής του Περού. Ο ήλιος δύει σε ένα ειδυλλιακό τοπίο στη κορυφή των Άνδεων. Οι χωρικοί πλησιάζουν γοργά με ματσέτες και δρεπάνια στα χέρια. Οι δημοσιογράφοι σχολιάζουν γελαστά (και γελασμένοι) ότι τώρα γυρνάνε από τα χωράφια τους.
Οι ινδιάνοι τους περικυκλώνουν και κοιτάνε στο φακό αμίλητοι και αγέλαστοι. Ο ατρόμητος αρχηγός της φυλής πλησιάζει προσεκτικά μήπως και τον πετύχουν αυτοί οι εννιά που τον «σημαδεύουν». Με μια κίνηση του δρεπανιού παίρνει το κεφάλι του πρώτου φωτορεπόρτερ.
Στα περουβιανά, ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά – σε χίλιες γλώσσες και λέξεις αλλά όχι στα κέτσουα – οι άλλοι δημοσιογράφοι ακούγονται να προσπαθούν κλαίγοντας να εξηγήσουν ότι δεν είναι πολεμιστές.
Το τελευταίο που ακούγεται στο φιλμ είναι ουρλιαχτά και η κάμερα που μέχρι να σβήσει «τραβάει» σε κοντινό πλάνο μια πέτρα στο χώμα.

Μόλις γύρισα από το Αστυνομικό τμήμα όπου είχα πάει για να βγάλω τη καινούρια ταυτότητα. Αφήνω τα έντυπα και τις 4 φωτογραφίες και περιμένω γιατί υπάρχει πρόβλημα. Δε φαίνομαι καλά. Μετά από λίγη ώρα ο υπεύθυνος από το τμήμα ασφάλειας έρχεται και μια κοιτάει εμένα και μια τις φωτογραφίες. Μου ζητάει να τις ξαναβγάλω.

Μήπως μιλούσε τα Κέτσουα;

Π.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου